- θεραπευτικῇ
- θεραπευτικόςinclined to servefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεραπευτική — η κλάδος της ιατρικής που μελετά τα μέσα καταπολέμησης των ασθενειών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεραπευτική — θεραπευτικός inclined to serve fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεραπευτική Κοινότητα Έξοδος — Οικισμός (61 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γιάννουλης … Dictionary of Greek
διαθερμία — Θεραπευτική μέθοδος που αποσκοπεί στην ανύψωση της θερμοκρασίας των ιστών που βρίσκονται στα βαθύτερα στρώματα. Στηρίζεται στο φαινόμενο Τζάουλ, κατά το οποίο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής συχνότητας και έντασης μερικών δεκάτων του αμπέρ μετατρέπεται σε … Dictionary of Greek
μαγνητισμός, ζωικός — Θεραπευτική μέθοδος η οποία –σύμφωνα με τους υποστηρικτές της– βασίζεται στην άποψη ότι υπάρχει ένα ρευστό που προέρχεται από τα σώματα και τους οργανισμούς, ικανό να επιφέρει έως και θεραπευτική μεταβολή στα όργανα που επιδρά. Η θεωρία αυτή… … Dictionary of Greek
Ιασώ — Θεραπευτική θεότητα από τον κύκλο του Ασκληπιού, ίσως κόρη του. Ήταν επίσης αδελφή της Υγείας, της Πανάκειας, της Ακεσούς και της Αίγλης. Λατρευόταν στην Αθήνα, στην Επίδαυρο και στον Ωρωπό, μαζί με τις αδελφές της και άλλες θεότητες. * * * Ἰασώ … Dictionary of Greek
ακτινοθεραπεία — Θεραπευτική μέθοδος, που χρησιμοποιεί τη βιολογική δράση των ιονιζουσών ακτινοβολιών, κυρίως των ακτίνων Χ. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * η Ιατρ. η χρήση ακτίνων Χ ή ραδιενεργών ουσιών (όπως το ράδιο ή το κοβάλτιο 60) για τη θεραπεία μιας νόσου,… … Dictionary of Greek
ηλεκτροσόκ — Θεραπευτική μέθοδος που χρησιμοποιείται στην ψυχιατρική και χαρακτηρίζεται από την εξαπόλυση μιας τυπικής επιληπτικής κρίσης που επιτυγχάνεται με τη δίοδο εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος 100 130 V για 2 3 δέκατα του δευτερολέπτου, με δύο… … Dictionary of Greek
καυτηρίαση — Θεραπευτική μέθοδος, η οποία συνίσταται στην τοπική εφαρμογή υψηλής θερμοκρασίας ή καυστικής χημικής ουσίας, με σκοπό την καταστροφή ιστών, την επούλωση ή την αιμόσταση. Η κ. γίνεται με ειδικά όργανα, τους θερμοκαυστήρεςηλεκτροκαυστήρες, τα… … Dictionary of Greek
αλλοπαθητική μέθοδος θεραπείας — Θεραπευτική μέθοδος κατά την οποία χρησιμοποιούνται φάρμακα που προκαλούν συμπτώματα αντίθετα από αυτά που θέλουν να θεραπεύσουν. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνο σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική μέθοδο θεραπείας … Dictionary of Greek